τσιριχτός

τσιριχτός
η , ό визгливый, пискливый (о голосе); пронзительный (о звуке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσιριχτός" в других словарях:

  • τσιριχτός — ή, ό, Ν βλ. τσυριχτός …   Dictionary of Greek

  • τσιριχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει τσιρίγματα ή γίνεται με τσιρίγματα: Τσιριχτές φωνές. 2. το ουδ. ως ουσ., τσιριχτό, το διαπεραστική κραυγή, τσίριγμα, τσιρίδα: Στα βασανιστήρια ακούγονται τσιριχτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσυριχτός — και τσιριχτός, ο, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] αυτός ο οποίος γίνεται με τσιρίδες, με διαπεραστικές κραυγές («τσυριχτό κλάμα») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»